21η Μαρτίου 2009: Παγκόσμια Ημέρα Ύπνου
Υπνος: Αναγκαιότητα για την υγεία
Ο ύπνος είναι μια σημαντική φυσιολογική διαδικασία αναζωογόνησης του οργανισμού, απαραίτητη για την σωματική και διανοητική υγεία του ανθρώπου. Η αϋπνία και οι άλλες διαταραχές του ύπνου μπορεί να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη μνήμη, τη μάθηση, το καρδιαγγειακό, το ανοσοποιητικό, το νευρικό σύστημα, ακόμη και στην κοινωνική μας συμπεριφορά. Το πρόβλημα είναι πολύ πιο εκτεταμένο απ΄ όσο νομίζουμε, καθώς φαίνεται ότι περισσότεροι από δυο εκατομμύρια Έλληνες ταλαιπωρούνται από διαταραχές ύπνου.
Τα παραπάνω ανέφεραν σε σημερινή Συνέντευξη Τύπου με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ύπνου – 21η Μαρτίου 2009, ο Καθηγητής Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Έρευνας Ύπνου, κ. Κώστας Σολδάτος και εκπρόσωπος του Υπουργείου Υγείας.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναγνωρίζοντας το πρόβλημα, έχει θεσπίσει την 21η Μαρτίου ως Παγκόσμια Ημέρα Ύπνου, στο πλαίσιο της προσπάθειας ευαισθητοποίησης τόσο του κοινού όσο και των ιατρών και των άλλων επαγγελματιών υγείας, για τη σημασία του επαρκούς σε ποσότητα και ικανοποιητικής ποιότητας ύπνου. Στην χώρα μας υπάρχουν Κέντρα Αντιμετώπισης των Διαταραχών του Ύπνου που μπορούν να παρέχουν εξειδικευμένη βοήθεια στους πάσχοντες από αϋπνία.
Στο πλαίσιο αυτό, το Υπουργείο Υγείας & Κοινωνικής Αλληλεγγύης σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρία Έρευνας του Ύπνου, και με τη στήριξη της Sanofi-Aventis, οργανώνουν μια σειρά εκδηλώσεων προαγωγής της Δημόσιας Υγείας, με στόχο να ευαισθητοποιήσουν και να ενημερώσουν το κοινό για το πολυδιάστατο πρόβλημα της αϋπνίας.
Ερευνητικά Προγράμματα για τον Ύπνο και την Αϋπνία
Σε διεθνή, πολυκεντρική έρευνα, με δείγμα 35.327 ενήλικες, βρέθηκε ότι το 27% του γενικού πληθυσμού αντιμετωπίζει προβλήματα με τον ύπνο του χωρίς να το συνειδητοποιεί, ενώ από αυτούς που αναγνωρίζουν το πρόβλημα μόνο το ένα τρίτο (32%) λαμβάνει θεραπεία (SLE-EP survey 2002). Οι διαταραχές του ύπνου αποτελούν σημαντικό ζήτημα για τη δημόσια υγεία, καθώς συμβαίνει συχνά στο γενικό πληθυσμό, έχει σημαντική επίδραση στην ποιότητα ζωής, αλλά και συνεπάγεται υψηλό κοινωνικοοικονομικό κόστος καθώς συνδέεται με αυξημένο δείκτη ατυχημάτων και χαμηλή παραγωγικότητα. Εμφανίζεται πιο συχνά στις γυναίκες, σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και σε εργαζόμενους με βάρδιες.
Παρότι η αϋπνία αποτελεί συχνό πρόβλημα στο γενικό πληθυσμό, υπάρχουν πολλοί οι οποίοι ενώ υποφέρουν δεν γνωρίζουν που να ζητήσουν βοήθεια και δεν έχουν ποτέ κάνει κάτι για να τα απαλλαγούν από το πρόβλημα αυτό.
Από πρόσφατη διεθνή, επιδημιολογική μελέτη, την EQUINOX στην οποία συμμετείχε και η Ελλάδα, με συντονιστή τον Καθ. Κ. Σολδάτο προκύπτει ότι από περίπου 400 ασθενείς με αϋπνία που συμμετείχαν στη μελέτη, το 68% από αυτούς δεν έχουν απευθυνθεί ποτέ σε γιατρό για το πρόβλημά τους. Το 82% των ασθενών αυτών αναφέρουν αρνητική επίπτωση της αϋπνίας στην εργασία τους, ενώ ποσοστό 9% αναφέρουν ότι αποκοιμήθηκαν ενώ οδηγούσαν!
Η αϋπνία που χαρακτηρίζεται από δυσκολία στη διατήρηση του ύπνου λόγω νυχτερινών αφυπνίσεων, είναι εξίσου συχνή με την αϋπνία που χαρακτηρίζεται από καθυστερημένη επέλευση ύπνου και απαντάται στο 80% των ασθενών. Μάλιστα οι ίδιοι οι ασθενείς θεωρούν σε ποσοστό 41% σημαντικότερο πρόβλημα τις αφυπνίσεις κατά τη διάρκεια της νύχτας, έναντι του 38% περίπου που επισημαίνουν τη δυσκολία στην επέλευση του ύπνου ως το μεγαλύτερο πρόβλημα τους.
Οι ειδικοί τονίζουν ότι η αϋπνία μπορεί να αντιμετωπιστεί εφόσον σήμερα, διατίθενται αποτελεσματικές θεραπευτικές προσεγγίσεις. Καταρχήν υπάρχουν εξειδικευμένες φαρμακευτικές αγωγές όπως η χορήγηση ζολπιδέμης ενώ η έρευνα στον τομέα αντιμετώπισης της αϋπνίας φαίνεται ότι σύντομα θα παράγει και νέα καινοτόμα μόρια. Εξάλλου υπάρχουν και μη φαρμακευτικές μέθοδοι. Σε κάθε περίπτωση όμως η φαρμακευτική ή άλλου τύπου αγωγή θα πρέπει να εξατομικεύεται και να χορηγείται από τους ειδικούς.
Διάγνωση της αϋπνίας
Οι ειδικοί έχουν προσδιορίσει μία σειρά κριτηρίων, με τα οποία διαγιγνώσκεται η χρόνια αϋπνία. Τα κριτήρια αυτά είναι τα εξής:
Δυσκολία ενός ατόμου να αποκοιμηθεί ή να διατηρήσει τον ύπνο του ή κακή ποιότητα ύπνου. Η διαταραχή συμβαίνει τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα για διάστημα τουλάχιστον ενός μήνα. Η μη ικανοποιητική ποσότητα και ποιότητα του ύπνου προκαλεί έντονη κόπωση ή επηρεάζει την ημερήσια λειτουργικότητα.
Ύπνος και Ψυχοσωματική Υγεία
Μελέτες έχουν δείξει ότι ο ύπνος αποτελεί μία σημαντική αναζωογονητική διαδικασία, η οποία επηρεάζει την καθημερινή δραστηριότητα και τη σωματική και διανοητική υγεία. Είναι, επίσης, καίριας σημασίας για την επιβίωση του ανθρώπου.
Η χρόνια αϋπνία αποτελεί παράγοντα κινδύνου που μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση ψυχιατρικών διαταραχών, όπως η κατάθλιψη, το άγχος, η κατάχρηση αλκοόλ και άλλων ουσιών.
Οι επιστήμονες υπογραμμίζουν ότι ο ύπνος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην παγίωση της μνήμης, τη μάθηση και τη σκέψη. Η απόδοση ενός ατόμου σε γνωστικές δοκιμασίες είναι σημαντικά μειωμένη όταν υπάρχει στέρηση ύπνου, ενώ η έλλειψη ύπνου επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και τη συγκέντρωση. Όταν υποφέρουμε από έλλειψη ύπνου, είμαστε πιο ευάλωτοι σε λοιμώξεις γεγονός που δείχνει ότι ο ύπνος παίζει ρόλο στην καλύτερη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.
Κατά τη διάρκεια του ύπνου, οι νευρώνες ξεκουράζονται, επιτρέποντας έτσι την επιδιόρθωση οποιασδήποτε βλάβης και την ανάκτηση της βέλτιστης λειτουργίας τους. Στο βαθύ ύπνο εκκρίνεται αυξητική ορμόνη, ενώ κατά τη διάρκεια του ύπνου είναι επίσης καλύτερη η κυτταρική ανάπτυξη και επιδιόρθωση. Τα άτομα που πάσχουν από στέρηση ύπνου έχουν αίσθημα έντασης, ευερεθιστότητα και καταθλιπτικό συναίσθημα. Το τμήμα του εγκεφάλου που ελέγχει τη διάθεση, τα συναισθήματα και την κοινωνική λειτουργικότητα μεταβάλλει τη λειτουργία του κατά τη διάρκεια του ύπνου προκειμένου να διασφαλισθεί η βέλτιστη απόδοσή του κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Η ποσότητα ύπνου που χρειάζονται οι άνθρωποι διαφέρει από άτομο σε άτομο και εξαρτάται από έναν αριθμό παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας, της γενετικής του προδιάθεσης, της άσκησης, των καθημερινών δραστηριοτήτων και της ποιότητας του ύπνου του.
Η σύσταση ότι χρειαζόμαστε οκτώ ώρες ύπνου τη νύχτα ώστε να λειτουργούμε σωστά τις υπόλοιπες ώρες δεν ισχύει για όλους. Γενικά, εάν ξυπνάτε και αισθάνεστε ανανεωμένος και δεν νιώθετε νύστα κατά τη διάρκεια της ημέρας, ο ύπνος σας είναι επαρκής. Τα μωρά, οι ηλικιωμένοι και οι έγκυες ενδέχεται να χρειάζονται περισσότερο ύπνο από το μέσο όρο. Εάν δεν κοιμηθείτε μια νύχτα, ενδέχεται να χρειασθεί να αναπληρώσετε τις επόμενες νύχτες όσες ώρες ύπνου χάθηκαν.
Γνωρίζουμε ότι ο χρόνος που περνάμε κοιμώμενοι είναι κατά 20% λιγότερος σε σχέση με εκείνον που κατανάλωναν οι άνθρωποι μόλις πριν από 100 χρόνια.
Το πρόβλημα του μειωμένου ύπνου φαίνεται ότι επεκτείνεται και σε νεαρότερες ηλικίες καθώς πρόσφατη μελέτη σε εφήβους δείχνει ότι το 1/3 των ερωτηθέντων εμφανίζει σημαντική καθυστέρηση στην επέλευση του ύπνου και 1/3 αναφέρει ανεπαρκή διάρκεια ύπνου.
Επισημαίνεται λοιπόν, ότι η αϋπνία αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για την υγεία και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων, αλλά δυνητικά έχει περισσότερες και λανθάνουσες διαστάσεις με υψηλό κοινωνικοοικονομικό κόστος, καθώς μπορεί να επηρεάσει την παραγωγικότητα, ενώ συχνά ευθύνεται και για δυστυχήματα.