Συνειδητοποίησες ότι η γενιά σου έχαψε την παραμύθα που της σερβίρανε οι λογής λογής Κωστόπουλοι. Την παραμύθα του χύμα, του εύκολου, του ωχαδελφισμού, της νεο-μαγκιάς. Κι ύστερα, ώσπου να το συνειδητοποιήσεις, μεγάλωσες! «Μα δεν μπορεί ΕΓΩ ο επίδοξος brand manager / project manager / ΙΤ specialist να είμαι ακόμη εδώ, στην Κυψέλη, στο Παγκράτι, στην πλατεία Βικτωρίας», σκέφτεσαι. Είσαι γύρω στα 30 (πάνω / κάτω μία πενταετία). Εχεις σπουδάσει, απέκτησες μεταπτυχιακό, μιλάς μία με δύο ξένες γλώσσες. Όταν ήσουν 10 ετών ήθελες να γίνεις πιλότος / αστυνομικός / δάσκαλος. Στα 15 σου, γιατρός / δικηγόρος / αρχιτέκτονας και στα 20, brand manager / project manager / ΙΤ specialist. Σήμερα και κοιτώντας το γραφείο όπου δουλεύεις, συνειδητοποιείς ότι καλύτερα να είχες μείνει στο αρχικό plan.
Πηγαίνεις γυμναστήριο (όποτε μπορέσεις, μία φορά το εξάμηνο), κάνεις συχνά δίαιτες και διαβάζεις το ζώδιό σου χωρίς να ντρέπεσαι γι’ αυτό. Έχεις διάφορα ενδιαφέροντα, σου αρέσει το έντεχνο, νιώθεις καλλιεργημένος, διαβάζεις λιγότερο απ’ όσο θα ήθελες, βλέπεις «Fame Story» και πηγαίνεις σινεμά. Στην ντουλάπα σου έχεις ακόμη μερικά ξεχασμένα τεύχη του «Κλικ» και στη βιβλιοθήκη σου υπάρχουν βιβλία του Μάρκες και του Ουμπέρτο Εκο. Έχεις πληθώρα cd, τα οποία σπανίως ακούς. Αγοράζεις τουλάχιστον δύο εφημερίδες κάθε Κυριακή (με κριτήριο το DVD) και αρχίζεις την ανάγνωσή τους από τα ένθετα: πρώτα τα διαφημιστικά, μετά τα τηλεοπτικά, τα lifestyle και τέλος -αν προλάβεις- ρίχνεις και μια ματιά στην εφημερίδα.
Ξυπνάς κάθε πρωί με κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα και πίνεις έναν καφέ. Ντύνεσαι. Βγάζεις από την πρίζα τον φορτιστή και βάζεις στην τσάντα σου το κινητό. Παίρνεις το αυτοκίνητο, το μετρό, το τρόλεϊ, το λεωφορείο και πηγαίνεις στη δουλειά (την οποία δυσκολεύθηκες να βρεις, αλλά τέτοια που είναι, εύχεσαι να μην την είχες βρει), πίνεις έναν καφέ, τσεκάρεις το e-mail σου, ανοίγεις το in.gr, διαβάζεις το Μετρόραμα και την Athens Voice, παίρνεις κάνα τηλέφωνο, κουτσομπολεύεις με τους συναδέλφους, χασμουριέσαι κι αρχίζεις να μελετάς νούμερα και να γράφεις αναφορές. Κατά τη διάρκεια της μέρας, πετάγεσαι να πληρώσεις το κινητό, τη ΔΕΗ, την Tellas, τη δόση για το αυτοκίνητο. Παίρνεις και μία τυρόπιτα. Όταν τη φας, αισθάνεσαι ενοχές για τις θερμίδες που απέκτησες, για τις κακές διατροφικές σου συνήθειες, για τα ευρώ που ξοδεύεις αλόγιστα σε σαχλαμάρες, για τα παιδάκια στο Τζιμπουτί που δεν έχουν να φάνε.
Σχολάς (γύρω στις 4, στις 5 ή ίσως και στις 7.30). Παίρνεις το αυτοκίνητο, το μετρό, το τρόλεϊ, το λεωφορείο και γυρίζεις πίσω πτώμα. Δεν έχεις καμία όρεξη να βγεις, αλλά για να μη σε πουν αντικοινωνικό κανονίζεις να βρεθείς με την παρέα σου στην άλλη άκρη της πόλης, σε ένα μπαράκι πολύ κατώτερο από το κουτούκι που βρίσκεται στη γωνία, ακριβώς δίπλα στο σπίτι σου. Όταν φθάσεις στο μπαράκι κι αφού ταλαιπωρηθείς να βρεις θέση να παρκάρεις, στριμώχνεσαι σε ένα τραπεζάκι ασφυκτικά τοποθετημένο ανάμεσα σε άλλα και νιώθεις και χαρούμενος που βρήκες να κάτσεις. Εκνευρίζεσαι με την κάπνα, τη μουσική, το γέλιο της κυρίας στο διπλανό τραπέζι, την αγένεια της σερβιτόρας και βεβαίως τον αδικαιολόγητα υπέρογκο λογαριασμό, που σου δημιουργεί και πάλι τους γνωστούς συνειρμούς για τα πεταμένα ευρώ και τα παιδάκια στο Τζιμπουτί.
Είχες όνειρα. Ω ναι! Ήθελες να παντρευτείς, να κάνεις πολλά παιδάκια και να αγοράσεις ένα μεγάλο σπίτι με θέα τη θάλασσα. Τώρα καλόμαθες και ανατριχιάζεις στη σκέψη και μόνο. Κοιτάς και την τελευταία μισθοδοσία σου και συμβιβάζεσαι, στην καλύτερη, με πολιτικό γάμο, ένα παιδί και θέα στον ακάλυπτο. Κορνιζάρεις και κρεμάς στον τοίχο τα πτυχία που είχαν υποσχεθεί να σε κάνουν brand manager / project manager / ΙΤ specialist. Συμβιβάζεσαι με την κακογουστιά, την αγένεια, την αναξιοκρατία, τη μαζικότητα. Συμβιβάζεσαι με το έτερον ήμισυ, παρά το γεγονός ότι κατά βάθος είσαι εγωιστής και θα ήθελες να είσαι πάντα από πάνω. Ας όψεται η χαμηλή αυτοεκτίμηση που σου κληροδότησε το «Κλικ», το «Νίτρο», το «01», ο Ζαμπούνης, η Πετρουλάκη, η οικογένεια Φόρεστερ και όλος αυτός ο δήθεν υπέρλαμπρος κόσμος της χαλαρότητας, της ευδαιμονίας και της ευζωίας. Ξέρεις ότι δεν είσαι πανέξυπνος, πανέμορφος, επιτυχημένος, political correct. Συμβιβάζεσαι και με αυτό. Εντέλει, φθάνεις να συμβιβάζεσαι με τον συμβιβασμό».
Συνειδητοποίησες ότι η γενιά σου έχαψε την παραμύθα που της σερβίρανε οι λογής λογής Κωστόπουλοι. Την παραμύθα του χύμα, του εύκολου, του ωχαδελφισμού, της νεο-μαγκιάς. Κι ύστερα, ώσπου να το συνειδητοποιήσεις. μεγάλωσες! «Μα δεν μπορεί ΕΓΩ ο επίδοξος brand manager / project manager / ΙΤ specialist να είμαι ακόμη εδώ, στην Κυψέλη, στο Παγκράτι, στην πλατεία Βικτωρίας», σκέφτεσαι. «Πότε θα πάω εκδρομές σε εξωτικούς προορισμούς; Πότε θα μείνω σε εκείνο το ξενοδοχείο που μοιάζει με καράβι, στο Ντουμπάι; Πότε θα αγοράσω τηλεόραση plasma για να την εγκαταστήσω στο playroom μου; Πότε θα μετακομίσω σε μεζονέτα στην εξοχή; Πότε θα βρω το χρόνο να διαβάσω όλα τα βιβλία που θέλω, να ταξινομήσω όλα τα άρθρα που έχω κρατήσει, να ακούσω όλα τα cd που έχω αντιγράψει και να δω όλα τα DVD που έχω συγκεντρώσει από τις εφημερίδες; Ποιος θα μου πει πότε να επαναστατήσω επιτέλους;»
Υπήρξαν γενιές που ανδρώθηκαν μέσα από ένδοξες επαναστάσεις. Όλοι έφαγαν τελικά τα μούτρα τους, αλλά τους έμεινε τουλάχιστον η ανάμνηση ότι αγωνίσθηκαν για κάτι. Λυπάμαι πολύ. Εσείς, αγαπητέ μου, είστε ο πιο αδύναμος κρίκος. Η ιστορία σάς κλήρωσε κι εσάς μια κάποια επανάσταση. Την επανάσταση του lifestyle και της τεχνολογίας. Είστε ένας φρενήρης, ανικανοποίητος καταναλωτής».
Το κείμενο, ο συντάκτης του οποίου δεν είναι γνωστός, κυκλοφορεί εδώ και λίγες μέρες από e-mail σε e-mail.
Δεν το έχω λάβει το Mail αλλά είναι πολύ καλό το κείμενο. Ο Κωστόπουλος και τα περιοδικά του χαντάκωσαν πολύ κόσμο.
Δεν το έχω λάβει το Mail αλλά είναι πολύ καλό το κείμενο. Ο Κωστόπουλος και τα περιοδικά του χαντάκωσαν πολύ κόσμο.